- πεπλεγμένος
- πλέκωplaitperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PANCARPUM vel PANCARPUS — PANCARPUM, vel PANCARPUS Idem cum silva. Iac. Cuiacio, Franc. Pithoeo, et Is. Casaubono, qui ex πανκάρπῳ θυσίᾳ Atheniensium translatum esse nomen rati sunt ad alia, quae similiter ex variarum rerum miscellâ constarent. Sic enim et πάγκαρπον… … Hofmann J. Lexicon universale
πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… … Dictionary of Greek
τέννος — Α (κατά τον Ησύχ.) «στέφανος ἐλάϊνος ἐρίῳ πεπλεγμένος» … Dictionary of Greek
Κ, κ — Το δέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό kaph (= φοίνικας, παλάμη), το οποίο γραφόταν . Οι Έλληνες έγραφαν το κ σχεδόν αμετάβλητο ως , έως τους κλασικούς χρόνους, οπότε επικράτησε η γραφή Κ. Το παλαιότερο ελληνικό… … Dictionary of Greek